Showing posts with label Greek "literature". Show all posts
Showing posts with label Greek "literature". Show all posts

Monday, September 15, 2008

Κατάματα...

-Σ΄αγαπώ
της είπε
- Με ολοκληρώνεις
της ψιθύρισε κοιτώντας την κατάματα...
Σπάνιο πράμα
Άντρας να κοιτάει κατάματα
και να το εννοεί...
Καταλαβαίνεις όταν κάποιος το εννοεί...
Δεν γελιέται ποτέ η ψυχή όταν βλέπει αληθινό βλέμμα...

- Φοβάμαι
του είπε
- Με τρομάζει αυτή η αγάπη
του ψιθύρισε κοιτώντας τον κατάματα...
Τόσο συνηθισμένο πράμα
Γυναίκα να φοβάται
και να το εννοεί...
Καταλαβαίνεις όταν κάποια το εννοεί...
Δεν γελιέται ποτέ η ψυχή όταν βλέπει αληθινό βλέμμα...

- Τί φοβάσαι?
- Εμένα...
- Δεν θέλεις?
- Θέλω...

Και τον κοίταξε κατάματα...

Monday, February 18, 2008

Ζωή...


Χαρούμενες, μελωδικές φωνές χαράζουν τα χνάρια τους πάνω στο κατάλευκο χιόνι
Νιφάδες εκτινάσσονται σε πολύχρωμα κορμάκια
Γέλια κελαρυστά κι ανέμελα χαρίζουν απλόχερα
ανάσα ζωής...

Λουλούδια μπλέ χρωματίζουν το άσπρο του τοπίου
Λουλούδια που σκορπούν το άρωμά τους άπλετα στη φύση
Στα ρουθούνια μου κολυμπούν και με γεμίζουν
μ΄ανάμνηση ζωής...

Κοιμισμένες ανάσες, ήρεμες κι ανεμπόδιστες
Γαλήνιος ύπνος τους ταξιδεύει σ΄όλα τα πέρατα της γής
εκεί που μέσα απ΄τ΄αμέτρητ'αγκάθια και τις στριγκλιές απελπισίας
κυοφορεί η αγκαλιά
πηγή ζωής...

Wednesday, February 13, 2008

Φυλακή


Είναι πολύ σκοτεινή αυτή η φυλακή που μ΄έριξες
Έχει υγρασία και κρυώνω
Πονάνε τα κόκκαλά μου
Η κουβέρτα που μου πέταξες στο πάτωμα δεν μπορεί να με ζεστάνει
Είναι κουρέλι
Την μάζεψα γιατί δεν είχα τίποτ΄άλλο...
Κουλουριάστηκα στο σκληρό στρώμα και προσπάθησα να ζεστάνω λίγο την ψυχή μου, μήπως και παρασυρθεί και το σώμα μου.
Άδικα

Σ΄αυτή τη φυλακή που με παράτησες, δεν ξέρω άν είναι μέρα ή νύχτα
Δεν έχει τρόπο να μπεί το φώς μέσα
Ούτε μιά τόση χαραμάδα
Το μικρό παραθυράκι με τα κάγκελα είναι χτισμένο με τσιμεντότουβλα
Έτσι, όλα είναι μαύρα
"Είναι μαύρη η ζωή μου" σου είπα
Χαμογέλασες στραβά.

Εκεί στη φυλακή που μ΄έκλεισες δεν χαράζω γραμμές στον τοίχο
Γιατί δεν θα βγώ ποτέ, οπότε ο χρόνος δεν έχει νόημα
Άν πέρασε μιά μέρα ή ένας χρόνος δεν ξέρω
Ξέρω μόνο πως κάποιες γραμμές που υπήρχαν τις έσβησα με μιά πέτρα και τόση μανία που έσκαψα τον τοίχο.
Είναι τόσο χοντρός ο τοίχος...
δεν θα τα καταφέρω ποτέ να τον τρυπήσω και να ελευθερωθώ

Η φυλακή που με πέταξες, τί παράξενο!
Δεν έχει πόρτα, ούτε κλειδαριά
Δεν είναι απ΄έξω κανείς να με προσέχει
Δεν έχει δεσμοφύλακα
Ούτε άλλους φυλακισμένους
Όμως, όταν προσπάθησα να βγώ εμφανίστηκες απ΄το πουθενά και μ΄έσπρωξες πάλι πίσω
"Είμαι αθώα" σου φώναξα
Χαμογέλασες στραβά
"Θα μείνεις εδώ μέχρι τη δίκη" μου είπες "και τότε θα μάθουμε άν είσαι αθώα ή ένοχη"

Μιά μέρα θα φύγω απ΄αυτή την φυλακή που με εγκλώβισες
Θα μεταμορφωθώ σε πεταλούδα και δεν θα τα καταφέρεις να με ξανασπρώξεις μέσα
Θα πετάξω μακρυά
κι η δίκη δεν θα΄χει νόημα
κι η φυλακή δεν θα΄χει τοίχους

Saturday, December 22, 2007

Σταχτοπούτα...

Χθές το βράδυ, φόρεσα το καλό μου γαλάζιο φόρεμα
κι ετοιμάστηκα για τον χορό
Έστειλε την άμαξα και με πήρε
Έφτασα στο παλάτι αρκετά αργοπορημένη
Όλοι ήταν εκεί
Γύρισαν και με κοίταξαν
Τόσα βλέμματα επάνω μου μ΄έκαναν κι ένοιωσα άβολα

Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και με αργά βήματα προχώρησα
Σαν να γλιστρούσα πάνω στο γυαλισμένο μάρμαρο
Ήρθε πρός το μέρος μου
Μου΄πιασε το χέρι κι έσκυψε να με φιλήσει
Απέφυγα...

Μ΄όλο το πλήθος να κοιτάει, δεν ήθελα να
φανερώσω τα αισθήματά μου
Χαμογέλασε...
Έβαλε το χέρι του απαλά στην μέση μου
και άρχισε να με στροβυλίζει στον ρυθμό του βάλς
Παρασύρθηκα
Απ΄την αρμονική του κίνηση, το ανάλαφρο βήμα του
Αφέθηκα...
Ο κόσμος γύρω μου χάθηκε
Υπήρχαμε μόνο εμείς
Σ΄έναν ασταμάτητο χορό

Έσκυψε ξανά να με φιλήσει

Μα το ρολόϊ χτύπησε 12
Κι έφυγα τρέχοντας
επειδή το φόρεμά μου θα γινόταν πουλόβερ και παντελόνι
και τα γοβάκια μου μπότες...

Και θα χανόταν η μαγεία

Έφυγα τρέχοντας, αλλά δεν έμεινε πίσω το γοβάκι...

Υπάρχω τώρα φορώντας το γαλάζιο μου πουλόβερ
και το μπλέ παντελόνι μου
Α! και τις μπότες

Δεν θα με βρεί γιατί δεν μπορεί να φανταστεί πως
πρέπει να ψάξει γαλάζιο πουλόβερ και μπλέ παντελόνι...
Ξέρει μόνο να ψάχνει γοβάκια

Saturday, November 24, 2007

Κουβάρια


Στο μυαλό μου στριμωγμένα
ανέμελα κουβάρια
σκέψεις και κενά
όνειρα και πραγματικότητες
επιθυμίες κι ανάγκες
ελπίδα κι απόγνωση
τρέλα και σύνεση
παρελθόν και παρόν
βουίζουν σαν μελίσσι...

Κάπου σαν ν΄άκουσα να λέν:

"Νομίζουν πως είμαι εκεί επειδή μου το επιβάλλουν
Νομίζουν πως δεν έχω νού και βούληση
πως θα εκμεταλλευτούν κάθε ίνα του μυαλού και της ψυχής μου
πως με δυό ή τρία ψωροκαρότα και παρωπίδες -
νομίζουν - ότι αυτοί με αναγκάζουν να τρέχω
επειδή χαμογελώ, μειδιώ και σιωπαίνω

Ναι, πρός στιγμήν νικούν
με τεμαχίζουν, με καταρρακώνουν, με διαλύουν, με πυρπολούν...

Αυτό που δεν προέβλεψαν, όμως, οι μεγάλοι στρατηγοί
είναι πως πίσω απ΄την τρυφερή ψυχή και το άδειο, κουβαριασμένο μυαλό
(που μόνο αυτά είναι ικανοί να νομίζουν πως βλέπουν)
υπάρχει ένας Φοίνικας
που απ΄τις στάχτες του θα γεννηθεί ξανά
και θα είναι πάντα μπροστά τους
να τους θυμίζει την ήττα τους,
την τελειωτική,
που ήρθε αδυσώπητη και καταλυτική
ουρλιάζοντας
μετά από πολλές κερδισμένες μάχες".

Και τα κουβάρια ξετυλίγονται...

Friday, October 19, 2007

Όταν η καρδιά βλέπει κι ο νούς σιωπά...

Το πρωί την βρήκε στο αυτοκίνητο να οδηγεί
Είχε ήδη γλυκοχαράξει κι ο ήλιος άρχιζε ν΄αφήνει ελεύθερες τις πρώτες ακτίνες του, που πέφτανε στα μάτια της και της φώτιζαν την εικόνα του
- Τί βλακεία να μην πάρω τα γυαλιά μαζί... Πώς να ξέρω πως θα φτάσει το ξημέρωμα?
- Εμ, κοριτσάκι μου πρέπει να είσαι πάντα προετοιμασμένη...
- Σωστά
Στο cd το υπέροχο τραγούδι που το΄χε πρωτακούσει στην ταινία του Αλμοδοβάρ - Τα ψηλά τακούνια... Τί όμορφη μελωδία. Της έφερνε ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη
- Πώς την "πάτησα" εγώ έτσι?
- Πατώντας την
- Με ειρωνεύεσαι
- Όχι βέβαια
- Καλά, δεν είδα τί έργο παιζόταν μπροστά στα μάτια μου?
- Τα μάτια σου κι η καρδιά σου είδαν. Το μυαλό σου σιώπησε...
- Θα΄λεγα τώρα, αλλά είναι πρωί και το πρωί δεν βρίζω... τουλάχιστον όχι εμένα
- Βρέ κορίτσι μου, τί δεν είδες? Ότι δεν έπαιζες κανέναν ρόλο, ότι προσπαθούσε να σε πείσει πως είσαι τρελλή, ότι κάθε τι που έλεγε δεν έστεκε - δεν κόλαγε με την συμπεριφορά του?
- Άκουγα λόγια μόνο?
- Ναι
- Καλά, τα λόγια περνάν απ΄το μυαλό. Όταν τα φιλτράρει, το ψέμα απ΄την αλήθεια χωρίζουν
- Ναι, έτσι γίνεται, άν το μυαλό βρίσκεται στην πραγματικότητα και μπορεί να συνδέει λόγια με παραστάσεις. Όταν βρίσκεται στον "όμορφο κι αγγελικά πλασμένο κόσμο" τότε...
- Ιδού η κατάληξη ε?
- Πές το κι έτσι
- Και τώρα?
- Τώρα, τίποτα. Μάζεψε κομμάτια κι έλα πίσω στη γή
- Ποιά γή? Στο κέντρο της είμαι... Τόσο μεγάλη πτώση
- Καταλαβαίνω... Δεν είναι εύκολο ένα διαζύγιο
- Δεν είναι το διαζύγιο... Είναι ο τρόπος. Δεν μπορεί το προηγούμενο βράδυ να κάνουμε έρωτα με πάθος - όπως κάθε μέρα άλλωστε - και το πρωί στον καφέ να μου "σκάει το παραμύθι"! Δηλαδή, αυτό είναι παρανοϊκό! Αυτό δεν χωράει ο νούς μου
- Ναι
- Είναι τρελλό, είναι απάνθρωπο
- Ναι
- Το λές εσύ αυτό που είσαι άντρας. Σκέψου!
- Δεν είμαστε όλοι οι άντρες έτσι ρε παιδί μου. Μερικοί έχουμε ξεφύγει απ΄την εφηβεία...
- Δεν σας βάζω όλους στο ίδιο σακί. Το΄χουμε ξανασυζητήσει. Όμως, έχετε μια διαφορετική άποψη... Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Έχει περάσει ένας χρόνος και ακόμα δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω που έκανα λάθος.
- Στο΄χουμε πεί όλοι και δεν λές να το καταλάβεις... Το λάθος ήταν του μυαλού σου. Ο άνθρωπος ήταν αλλού, απ΄την αρχή. Τώρα, γιατί σε παντρεύτηκε δεν μπορώ να ξέρω. Δεν ήμουνα ποτέ φίλος του και το ξέρεις.
- Και πολύ καλά έκανες!
- Γενικά, είσαι καλά? Είχαμε να τα πούμε κάμποσο.
- Καλά, καλά, δεν βαριέσαι.
- Πέρασες όμορφα σήμερα, που συναντηθήκαμε όλη η παλιοπαρέα?
- Ναι, μου είχατε λείψει. Δεν πολυέβγαινα κιόλας. Δεν είχα όρεξη...
- Κι εμάς μας έλειψες. Το ξέρεις πως σ΄αγαπάμε
- Κι εγώ σας αγαπάω ...
- Τόσο τυφλή ε?
- Πάμε πάλι?
- Τόσο τυφλή, λέω
- Εμ, αφού δεν πήρα γυαλιά...
- Θα μ΄αφήσεις σπίτι?
- Ναι
- ΟΚ.
Της έπιασε απαλά το χέρι και της το φίλησε
Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή
Ο νούς της σιωπούσε ακόμα...




Tuesday, August 07, 2007

Nightmare?

Ξύπνησε έντρομη.
Ιδρωμένη.
Πετάχτηκε απ΄την θαλπωρή του κρεββατιού της.
Της πήρε ελάχιστο χρόνο να συνειδητοποιήσει πως έβλεπε εφιάλτη.
Έβλεπε, λέει, πως ήταν μαζί του.
Πως ήταν μαζί του χωρίς να υπάρχει αυτός, πως ήταν μαζί της χωρίς να υπάρχει εκείνη.
Εκείνη ήταν, αυτός δεν ήταν.
Αυτός ήταν, εκείνη δεν ήταν.
Όποτε ήταν, αυτός έσβηνε και γινόταν αχνός.
Όποτε ήταν, εκείνη έσβηνε και γινόταν αχνή.
Σαν πολυκαιρισμένη φωτογραφία, που μετά από λίγο καιρό εξαφανίζονται όλα τα χαρακτηριστικά.
Και κιτρινίζει.
Μ΄ένα κίτρινο απόμακρο, χλωμό.
Της μιλούσε, όμως, δεν άκουγε τίποτα. Μόνο την κίνηση του στόματος έβλεπε.
Του μιλούσε κι η φωνή δεν έβγαινε απ΄τα πνευμόνια της.
Προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι, δεν είπαν τίποτα.
Και χωρίς φωνή, η επικοινωνία δεν υπήρξε.
Χωρίς επικοινωνία, η ύπαρξη έσβησε αργά.
Σαν πολυκαιρισμένη φωτογραφία......

Έμοιαζε να μην θέλει να ξυπνήσει.
Απο περιέργεια για το τί θα γίνει μετά....

Ανάσανε που ξύπνησε. Που ήταν εφιάλτης...
Γιατί δεν ήθελε την επαφή χωρίς επικοινωνία....


Friday, August 03, 2007

Θα εκπλαγείς....

- Θα εκπλαγείς για το τι μπορείς να κάνεις όταν θέλεις κάτι τόσο πολύ.... της είπε.
Γιατρός είναι, σκέφτηκε, κάτι θα ξέρει.
Μερικά λεπτά πρίν της είχε πεί πως είναι έγκυος.
Είχε μια ψυχούλα μέσα της που θα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα
Όμως, έπρεπε να μείνει ξαπλωμένη σ΄ένα κρεββάτι
Μερική αποκόληση πλακούντα, της είπε.

- Άν θέλεις αυτό το μωρό, πρέπει να μείνεις στο κρεββάτι. Θα σηκώνεσαι για να κάνεις ένα μπάνιο και όταν θέλεις να φάς. Τις υπόλοιπες ώρες θα είσαι ξαπλωμένη.
- Και πως θα περνάει η ώρα όταν είμαι ξαπλωμένη? Μπορείς να μου πείς?
- Θα βλέπεις τηλεόραση, θα διαβάζεις...
- Τόσο απλά?
- Τόσο. Άν θέλεις το μωρό.

Έφυγε απ΄το ιατρείο. Σκεφτόταν, έκλαιγε, γελούσε.
Ανάμεικτα συναισθήματα.
Δεν είχε καθήσει ποτέ στο κρεββάτι για περισσότερες ώρες απ΄όσες έπρεπε να κοιμηθεί. Δούλευε, δούλευε συνέχεια.
Απ΄το πρωί του Θεού μέχρι το βράδυ.
Φοβόταν.

Ήθελε το μωρό.
Δεν ήθελε το μωρό.
Κάτι μέσα της, τής έλεγε πως δεν είναι έτοιμη να γίνει μάνα.

- Πότε θα είσαι έτοιμη παιδί μου? της είχε πεί η δική της μητέρα
- Πότε μάνα?
- Ποτέ αγάπη μου. Ποτέ. Μόλις νοιώσεις τις κλωτσιές του, μόλις ακούσεις τον χτύπο της καρδιάς του στον υπέρηχο, μόλις η κοιλιά σου είναι τεράστια, τότε ξέρεις πως είσαι φτιαγμένη γι΄αυτό. Φτιαγμένη, όχι έτοιμη....
- Μάνα, φοβάμαι.
- Το ξέρω καρδιά μου. Κι εγώ φοβόμουν όταν ήσουν στην κοιλιά μου. Φοβόμουν κι όταν βγήκες από κεί μέσα.... Φοβάμαι και τώρα
- Αξίζει? τόσος φόβος?
- Αξίζει. Την κάθε στιγμή. Το κάθε δευτερόλεπτο. Την κάθε ανασούλα
- Μάνα, φοβάμαι.... δεν είμαι ικανή να μεγαλώσω ένα μωρό
- Είσαι παιδί μου. Είσαι από τότε που φρόντιζες τις κούκλες σου
- Μάνα, κούκλες ήτανε. Δεν ήταν ζωντανό δικό μου πλάσμα.
- Το΄χεις μέσα σου παιδί μου. Έτσι είναι η φύση. Τα΄χει σοφά πλασμένα

Κάθησε στο κρεββάτι. Πολλούς μήνες. Αμέτρητες ώρες....
Κι έφερε στον κόσμο το πλάσμα της.
Και τελικά, ήταν πάντα έτοιμη να γίνει μάνα......

Θα εκπλαγείς για το τι μπορείς να κάνεις όταν θέλεις κάτι τόσο πολύ, της είχε πεί.......

Thursday, July 26, 2007

Διαίσθηση

Δύο πράγματα της είχε μάθει η μάνα της:
Να βασίζεται στις δυνάμεις της και
Να μην πιστεύει όσα της λένε

Το πρώτο το πέτυχε.
Όλη της τη ζωή βασίστηκε στις δυνάμεις της. Δεν περίμενε βοήθεια από πουθενά. Όταν την χρειάστηκε, απλά την ζήτησε και της δόθηκε….
Παράπονο δεν είχε.
Κανένα. Ίσα, ίσα.
Η ζωή της χάρισε πλουσιοπάροχα….
Υγεία, ομορφιά, οικονομική άνεση…
Μια υπέροχη δουλειά που της γεμίζει την καθημερινότητα ευχάριστα. Της εξασκεί και το πνεύμα και την ψυχή της. Της δίνει δύναμη και ζωντάνια – εκτός από τα προς το (ευ) ζην και τέρπειν….
Το δεύτερο, το πέτυχε μέχρι κάποια στιγμή…
Μέχρι που τον γνώρισε.
Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας.
Όταν της τον σύστησαν κοιτούσε αλλού.
Και έδωσε το χέρι της χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της.
Μέχρι να ακουμπήσουν τα χέρια είχε γυρίσει προς το μέρος του…
Κοκάλωσε.
Δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο άντρα στη ζωή της.
Πιο όμορφα μάτια, πιο όμορφο χαμόγελο, πιο βαθύ βλέμμα.
Κοκάλωσε.
- Χαίρω πολύ, ψέλλισε.
- Παρομοίως. Να σας προσφέρω ένα ποτό?
- Ευχαριστώ πολύ. Θα ήθελα ένα ουίσκι.

Χέρια κομμένα, πόδια παράλυτα.
Βουητό στο κεφάλι.
Η μουσική χάθηκε τελείως μόλις ακούμπησε το χέρι του που της έδωσε το ποτό της.
Αυτό ήταν.
Παραδόθηκε άνευ όρων.
Πίστεψε όλα όσα της είπε. Ακόμα κι αυτά που δεν είχε ανάγκη να τα ακούσει γιατί τα ήξερε. Πίστεψε και όλα όσα δεν της είπε…
Πίστεψε το βλέμμα του – που φάνταζε στα μάτια της αληθινό και γεμάτο πάθος.
Πίστεψε τα χέρια του όταν την άγγιζε και έκανε το κορμί και την ψυχή της να παραληρεί από ηδονή και ευτυχία.
Πίστεψε, πίστεψε, πίστεψε.
Το μόνο που αγνόησε ήταν εκείνη η φωνίτσα που τσίριζε μέσα της.
Ναι, την αγνόησε πανηγυρικά.
Κι ας τσίριζε συνέχεια. Απ΄το πρώτο λεπτό……..

Έφυγε. Κρατώντας ψηλά το κεφάλι – όσο ψηλά μπορούσε αφού την έδιωξε.
Όμως είχε αργήσει αρκετά.
Κι ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του.
Όχι στο σώμα της.
Στην ψυχή της.

Έχουν περάσει τρία χρόνια κι ακόμη δεν έχει αντιληφθεί γιατί είχε κλείσει τ΄αυτιά της σ΄αυτήν την φωνίτσα…
Έμαθε, όμως, το όνομά της:
Διαίσθηση…

Saturday, July 14, 2007

Μωρό....

- Χρόνια πολλά
της είπε.
Και την φίλησε γλυκά στο στόμα.
Ένα φιλί υγρό, τρυφερό και άγριο μαζί.
- Χρόνια πολλά, με άκουσες?
- Ναι. Σ΄ευχαριστώ
- Καρδούλα μου, που ταξιδεύεις?
- Αλλού. Τώρα ξεκινάει το ταξίδι μου για έξω
- Κατάλαβα. Τί έχεις?
- Τίποτα μάτια μου. Τίποτα. Απλά σκέφτομαι πως ακόμα δεν έχω γεννηθεί. Σε λίγες ώρες....
- Χαχαχαχα. Παράξενος τρόπος να βλέπεις τα γεννέθλια....
- Μμμμμ. Εμένα μ΄αρέσει. Μ΄αρέσει να νοιώθω πως ξαναζώ το ταξίδι μου. Από την ασφάλεια της μήτρας στον κρύο αέρα. Η κραυγή της ανάσας. Το κλάμα. Η αναπνοή.
- Το θυμάσαι? Μην τρελλαθώ....
- Όχι βέβαια. Θυμάμαι όσα μου διηγήθηκε η μάνα μου. Θυμάμαι πως την βασάνισα αρκετά.
- Από μικρή ε?
- Σταμάτα!
- Χαχαχαχα
- Γεννήθηκα τόσο μικρή που νόμιζαν ότι δεν θα τα καταφέρω. Η μάνα, ακόμα και τώρα, μου περιγράφει την γέννησή μου τόσο ζωντανά. Σαν να την ξαναζεί συνέχεια. Κι όμως... Έζησα, μεγάλωσα... ΥΠΑΡΧΩ
- Έτσι είναι οι μαμάδες.... και ναι υπάρχεις σίγουρα.
- Πού να ξέρω πως είναι οι μαμάδες? Υποθέτω θα καταλάβω κάποια στιγμή.....
- Φίλα με.
- Είμαι μωρό ακόμα. Δεν ξέρω....
- Αλεπού....

Τα χείλη τους αντάμωσαν...
Το φιλί τους δυνατό. Γεμάτο πάθος........
Κι ας ήταν μωρό....

Wednesday, July 11, 2007

Guardian Angel

Ο Φύλακας Άγγελός της είναι μπλέ.
Δεν ξέρει άν είναι άντρας ή γυναίκα.
Δεν την αφορά.
Είναι, όμως, δίπλα της. Συνέχεια.
Τον νοιώθει.
Ακούει την ανάσα του.
Νοιώθει την αύρα του.
Αφουγκράζεται τα βουβά του λόγια.
Τον κοιτάει στα μάτια.
Χωρίς να βλέπει τίποτα.
Τυχαία τον ακουμπάει και ανατριχιάζει.
Είναι εκεί σε κάθε της δυσκολία, κάθε της χαρά.
Της χτυπάει την πλάτη, την αγκαλιάζει.

Ο Φύλακας Άγγελός της είναι μπλέ.
Σαν εκείνη.
Ο άλλος της εαυτός.
Αυτός που θα ήθελε πάντα να είναι.
Βρίσκεται πάντα στο πλευρό της και την προφυλάσσει απ΄τις κακοτοπιές.
Είναι η φωνή της λογικής της.
Η παρόρμησή της.
Είναι το φρένο και το γκάζι της.
Τον αγάπησε με τον καιρό.
Του άνοιξε την καρδιά της.
Τις νύχτες χωρίς ύπνο του είπε τα πάντα.
Όχι ότι δεν τα ήξερε.
Τις νύχτες αγκαλιά με το μπουκάλι κλάψανε μαζί.
Πόνεσαν μαζί.
Ήταν εκεί, τον ένοιωθε.

Ο Φύλακας Άγγελός της είναι μπλέ.
Όταν πήγε να σκοντάψει, την κράτησε.
Όταν πήγε να πέσει, την ανέβασε.
Όταν πήγε να χαρεί χωρίς λόγο, την σταμάτησε.
Όταν χρειάστηκε δύναμη, της την έδωσε.
Όταν ήθελε να κλάψει, της χάρισε τον ώμο του και της σκούπισε τα δάκρυά της.
Όταν ήθελε να γελάσει, γελούσε πρώτα εκείνος και της κρατούσε το τέμπο.
Εκεί, δίπλα στο τζάκι χωρίς φωτιά.
Μ΄ένα κερί.
Κι ένα τσιγάρο.

Ο Φύλακας Άγγελός της είναι μπλέ.
Κι όταν εκείνη τον παρακάλεσε να φύγει, εκείνος την κράτησε.
Όταν εκείνη απελπίστηκε, της φύσηξε στα πνευμόνια της ελπίδα.
Όταν εκείνη ήταν μόνη, της έκανε παρέα.
Όταν εκείνη πέθανε, την σήκωσε απαλά και την πήγε στον Παράδεισο.
Χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά και φιλώντας την στα χείλη.
Μέχρι εκεί όπου καμμιά ψυχή δεν νοιώθει, παρά μόνο αγαλλίαση........